Μια άλλη διάσταση επιχειρεί να δώσει στην εικαστική δουλειά του ο Γιάννης Στεφανάκις, αν και φέρει πάλι σε πρώτο πλάνο, την αποκαλούμενη «ουτοπική πολιτεία» του, όπως αποσπασματικά την έχουμε ήδη δει στη ζωγραφική του. Σ’ αυτήν την πολιτεία, όπως τουλάχιστον εκείνος την ονειρεύεται, συνυπάρχουν ξανά οι άνθρωποι με τα ζώα, οι απρόσωπες πολυκατοικίες με τα δέντρα, ο ρομαντισμός του φεγγαριού με τα ρεαλιστικά σύγχρονα γκράφιτι. Γυμνοί άνδρες και γυμνές γυναίκες περιφέρονται έκθετοι στα αφιλόξενα τοπία του ζωγράφου, επιδεικνύουν τη μοναξιά τους, λες και θέλουν έμμεσα να μιλήσουν για την έλλειψη επικοινωνίας, τις συνθήκες κρίσης που βιώνουν σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους. Όλα συμβαίνουν κάτω από έναν σχεδόν φλεγόμενο ουρανό. Οι συνδυασμοί του κόκκινου με το γαλάζιο που κυριαρχούν στους περισσότερους πίνακες, μεταδίδουν μια εσωτερική ένταση στα σώματα, που ο ζωγράφος τα εικονίζει πλέον ρεαλιστικά κι αυτό αποτελεί ένα νέο, πρόσθετο στοιχείο στη δουλειά του. Ο πρωτοεμφανιζόμενος ρεαλισμός συνυπάρχει με την γνωστή μας υπερρεαλιστική ζωγραφική, τη ναῒφ εικονογραφία, τον ιδιότυπο εξπρεσιονισμό, στοιχεία που ήδη έχουν εξασφαλίσει στον δημιουργό την κατάκτηση μιας προσωπικής εικαστικής σφραγίδας.
Οι γυμνές ρεαλιστικές ανθρώπινες φιγούρες θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο σ’ αυτή την ενότητα δουλειάς του Γιάννη Στεφανάκι. Τα σώματα είναι καλοσχεδιασμένα και εικονίζονται χωρίς όγκο. Γυναίκες με έντονα χαρακτηριστικά, έκπληκτα μάτια και συχνά συνοφρυωμένο πρόσωπο, άνδρες- τις περισσότερες φορές- σε μοναχική πορεία ζωής και δημιουργίας, αποτελούν τον σύγχρονο εικαστικό του κόσμο. Κανείς από τους ήρωές του δεν κοιτάει τον άλλο κατάματα. Όλοι τους λες κι αναζητούν έναν άλλο κόσμο, μιαν άλλη αλήθεια, μια καθημερινότητα χωρίς περιορισμούς, αυτούς που βάζουν τα έστω και τσακισμένα stop της τροχαίας, τα οποία παρατηρούμε διάσπαρτα εδώ κι εκεί.
Μια γυναίκα ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση σ’ ένα άδειο δωμάτιο, κοιτάζει έντονα τα κουβάρια με τους μίτους της, ως άλλη Αριάδνη ή Πηνελόπη. Τι να σημαίνει άραγε η λέξη λάθως που αιωρείται στον τοίχο του δωματίου- και κατ΄επέκταση στους αθηναϊκούς δρόμους ή αλλού; Μήπως δεν πρέπει να κάνουμε όσα αναγκαστικά μας έμαθαν; Μήπως η ανορθογραφία πυροδοτεί την αντίδραση γι’ αυτόν τον περίεργο και ρευστό κόσμο που μας έλαχε να ζούμε; Πολλά τα ερωτηματικά που ξεπερνούν τη σχέση θεατή/έργου τέχνης, προκαλώντας αμφίσημα συναισθήματα στον οποιοδήποτε, τροφοδοτούμενα πάντα από τον ανήσυχο καλλιτέχνη. Εμμέσως πλην σαφώς, διαπιστώνουμε μια απόπειρα επικοινωνίας ανάμεσα σε ζωντανούς ανθρώπους, που παρατηρούν τα τεκταινόμενα γύρω τους.
Σε άλλο έργο του μεταφέρει τη φράση από ένα άλλο γκράφιτι: «Θέλω να μ’ αγαπήσεις… έστω το μισό απ’ ό,τι σ’ αγαπώ εγώ». Φράση-πρόκληση ανάμεσα σε ανθρώπους που συναντώνται χωρίς να βλέπονται, που αν τους προσέξεις, με την πρώτη ματιά διατρανώνουν τη μοναξιά και τη μιζέρια τους. Πού βρίσκεται αλήθεια ο έρωτας στη σύγχρονη εποχή, στην οποία αμφισβητούνται οι ιδέες, η οικογενειακή και κοινωνική συνοχή, ενώ η οικονομική δυσπραγία καθιστά τα πάντα δύσκολα; Ο ευρών αμειφθήσεται.
Αυτό όμως που αποτελεί έκπληξη για τον θεατή, είναι η απεικόνιση του ίδιου του καλλιτέχνη – για πρώτη φορά – σε δύο έργα του. Εικονίζει τον εαυτό του την ώρα της ζωγραφικής πράξης. Καθώς το μοντέλο ποζάρει κι εκείνος ολοκληρώνει τη σύνθεση, γύρω του συνυπάρχουν όλα τα σύνεργα της δουλειάς του. Δημιουργεί ένα χώρο μέσα στον χώρο ή επινοεί δύο διαφορετικούς χώρους στο ίδιο τελάρο, για να δηλώσει την παρουσία του. Αυτό το εικαστικό παιχνίδι δεν είναι τίποτε άλλο από μια ενσυνείδητη προσπάθεια, να φύγει από το περίκλειστο περιβάλλον της τέχνης και να «γειωθεί» στην πραγματικότητα της ζωής.
Το θέμα «ο ζωγράφος και το μοντέλο» έχει απασχολήσει πολλούς καλλιτέχνες ήδη από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα, όπως και πολλούς ιστορικούς τέχνης που έχουν αποτολμήσει διάφορες ερμηνείες. Άλλωστε, η θέαση κάθε πίνακα εμπεριέχει το στοιχείο του προσωπικού βιώματος ανάλογα με την εποχή τόσο της δημιουργίας του όσο και της προσέγγισής του. Μια ερμηνεία σχεδόν κοινά αποδεκτή, θέλει τον κάθε καλλιτέχνη, σαν να επιχειρεί να ανοίξει έναν διάλογο αρχικά με το μοντέλο του και έπειτα με τον ίδιο τον θεατή. Η αμφίδρομη σχέση ζωγράφου και μοντέλου, εμπλέκει τα δύο μέρη σε μια ψευδαίσθηση διάρκειας. Ο ζωγράφος γίνεται μάρτυρας και ταυτόχρονα μέρος της σκηνικής δράσης. Η αφήγηση εισβάλλει στον χώρο της παρατήρησης, εισάγοντας μια μορφή μυθοπλασίας, που εμπεριέχει το πραγματικό και το φανταστικό στοιχείο. Είναι σαν να επιθυμεί να καταθέσει την προσωπική του οδύνη την ώρα της δημιουργίας. Αυτό κι αν είναι ένα στοιχείο ρεαλισμού. Ξεφεύγει από το ονειρικό περιβάλλον της σύνθεσης και επιβάλλει στον εαυτό του να αναφερθεί στη δράση. Υποσυνείδητα φέρνει στην επιφάνεια την υπαρξιακή μοναξιά του, την αγωνία του να μεταφέρει στον καμβά τις «ψυχοφθόρες» ιδέες του, να αποθέσει όλες τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες του, ό,τι τον κατατρέχει. Δίνει σάρκα και οστά στον δημιουργό, έτσι όπως δεν θα τον δει ποτέ ο θεατής, με τα ρούχα του εργαστηρίου, ανακατεμένο στα χρώματα, με την παλέτα στο αριστερό του χέρι. Αυτόν που είναι αναγκασμένος να παλεύει ολομόναχος όχι μόνο για την τέχνη του αλλά και τη ζωή του ολόκληρη. Το φανταστικό στοιχείο της εικαστικής σύνθεσης υποτάσσεται στον πραγματικό κόσμο του καλλιτέχνη, που είναι τελικά πολύ πιο σύνθετος και περισσότερο απαιτητικός.
Στο σύνολό της η τωρινή δουλειά του Γιάννη Στεφανάκι θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια αυτοβιογραφική ιστορία. Η σχέση με τη φύση, η εξέλιξη της ζωής, η σχέση των δύο φύλων, η αμφιβολία για τη διαβίωση στις σύγχρονες πόλεις, η συμβολική σχέση των ζώων με τους ανθρώπους, η μοναξιά του καλλιτέχνη και όχι μόνο, αποτελούν τους βασικούς άξονες της δουλειάς του. Μια παρόμοια θεματική μπορεί να απαντάται και σε προηγούμενα έργα του, μόνο που τώρα βάζει νέα στοιχεία, τεχνικά περισσότερο ρεαλιστικά, που δίνουν στα αιτούμενά του, τα καλλιτεχνικά και τα ανθρώπινα, περισσότερη πειστικότητα.
Καλλιτεχνικά η δουλειά του Στεφανάκι μοιάζει με ένα παλίμψηστο εννοιών και τεχνικών. Η υπερρεαλιστική γραφή λειτουργεί ως εικαστικό σχόλιο, η τολμηρή φαντασία δίνει ποιητικές διαστάσεις στο έργο, το μεταφυσικό στοιχείο που αναπτύσσεται, όπως και ο συμβολισμός, αποτελούν στην ουσία μια αναφορά στο παράλογο, που κυριαρχεί τόσο στην καλλιτεχνική όσο και στην πραγματική ζωή. Επιπλέον, τα έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία που αναφύονται στη δουλειά του, φτάνοντας συχνά έως και την παραμόρφωση, δίνουν συνολικά στο έργο του έναν εκρηκτικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν τίποτε άλλο από μια άλλη όψη της πραγματικότητας, που φαίνεται ιδιαίτερα να τον απασχολεί. Ο Στεφανάκις, μ’ ένα λιτό και απέριττο εικαστικό λόγο, αυθεντικά λαϊκό μερικές φορές, υποδόρια πολιτικό, φαίνεται να αντιπαλεύει με τα δαιμόνια τόσο της τέχνης όσο και της ζωής. Κι αυτή η πάλη, τουλάχιστον για τον θεατή, είναι θετική και ελπιδοφόρα.
Πέγκυ Κουνενάκη
Κριτικός Τέχνης, Δημοσιογράφος, Συγγραφέας
Φεβρουάριος, 2018
Realism as a version of another reality
Yannis Stefanakis is attempting to add another dimension to his artistic work, which, however, still features in the foreground his so-called “land of utopia,” fragments of which we have already witnessed in his paintings. In this land—at least, in the artist’s dream of it—people once again coexist with animals, impersonal blocks of flats coexist with trees, the romance of the moon coexists with realistic modern graffiti. Naked men and women are wandering exposed in the painter’s inhospitable landscapes, flaunting their loneliness as if they implicitly wish to speak about the lack of communication and the elements of crisis they are experiencing on all levels of their lives. Everything happens under an almost blazing sky. The combinations of red and blue, which dominate most of his works, impart an internal intensity to his figures, now depicted realistically by the painter—a new, additional element to his work. The newly introduced realism coexists with our well-known surrealist painting, the naïve iconography, the idiosyncratic expressionism—elements that have already ensured the artist the conquest of a very personal signature.
The realistic nude human figures might be seen as constituting the dominant element of this group of works by Yannis Stefanakis. The bodies are well outlined and portrayed volumeless. Women with intense characteristics, startled eyes and often frowning faces, and men in—mostly—solitary paths of life and creation make up the artist’s current universe of images. None of his heroes looks the other in the eye. All of them as if searching for another world, another truth, a daily life without restrictions, such as those imposed by the stop signs, albeit damaged, that we see scattered here and there.
A woman lying in fetal position in an empty room is staring at her reels of thread, like another Ariadne or Penelope. What could be the meaning of the word λάθως (the Greek word for mistake, misspelled), which is hanging on the wall of the room and, by extension, around the streets of Athens and elsewhere? Could it be that we should not necessarily do what we’ve been taught to? Could it be that the misspelling is meant as a trigger to evoke a reaction to this strange and fluid world, in which we chanced to live? The questions abound and go well beyond the viewer–artwork interaction, causing anyone around mixed feelings, fueled and stoked by the cognizant artist. Quite clearly, albeit indirectly, we sense an attempt to communication amongst living people observing what is happening around them.
In another of his works, the artist conveys a message from another graffiti: “I want you to love me… even half as much as I love you.” A challenging statement between people who meet but don’t see each other, whom—if you pay close attention—you can see trumpeting their loneliness and misery at first glance. One cannot help but wonder: Where is love—and falling in love—in this day and age, where ideas, family and social cohesion are called into question and economic malaise renders everything so difficult? Reward to finder!
But what takes the viewer by surprise is the first ever depiction of the artist himself in two of his works. He portrays himself in the process of painting. As the model is posing and the painter is completing his composition, he is surrounded by all the tools of his craft. He is creating a space within a space, or inventing two different spaces within the same frame, to indicate his presence. This visual game is but a deliberate attempt to leave the walled environment of art and become “grounded” to the reality of life.
The “painter and model” theme has been taken up by many artists, from as early as the 17th century up to the present day, as well as by many art historians who have ventured several different interpretations. Besides, the viewing of each artwork contains the element of personal experience, depending on the time of both its creation and its reception. One almost universally accepted interpretation claims that the artist may be attempting to open a dialogue, initially with his or her model and subsequently with the viewer himself. The two-way interaction between painter and model engages both parties in an ongoing illusion. The painter becomes a witness of and, at the same time, a party to the action on stage. Narration breaks into the realm of observation, introducing a form of fiction involving both the real and the imaginary. It is as if the artist wishes to testify his personal anguish at the moment of creation —which is the ultimate element of realism. He escapes the dreamlike environment of his composition and forces himself to refer to the action. Subconsciously he brings to the surface his existential loneliness, his anxiety to transfer to the canvas his “soul wrenching” ideas, to lay down all his certainties and doubts, everything that haunts him. He renders the creator in flesh and blood in a way that he may never be seen by the viewer, donned in his workshop clothes, mixed up in his colors, palette in his left hand. The creator who is forced to grapple all alone, not only for his art but for his whole life. The imaginary component of the visual composition is subjugated to the real world of the artist, which is ultimately much more complex and more demanding.
As a whole, Yannis Stefanakis’s current work could be viewed as an autobiographical narrative. The connection with nature, the progression of life, the relations between the two sexes, the doubts about life in modern-day cities, the symbolic relationship between animals and humans, the loneliness of the artist—and not only the artist—are the main pillars of his work. Similar themes may also be found in his previous works, but now he introduces new elements, technically more realistic, rendering his claims, both artistic and human, more convincing.
From an artistic point of view, Stefanakis’s work resembles a palimpsest of concepts and techniques. The surrealist script functions as a visual arts commentary; the bold imagination vests his work with a poetic dimension; the emerging metaphysical aspect and symbolism essentially constitute a reference to the absurd that seems to dominate both the arts and everyday life. Furthermore, the intensely expressionistic elements manifest in his work, often to the degree of distortion, vest his entire work with an explosive character while essentially being but another view of reality—his primary preoccupation. With his simple and unadorned visual arts script, at times authentically folk and subcutaneously political, Stefanakis seems to be fighting against the demons of both art and life. And this fight appears, in the eyes of the spectator, to be positive and hopeful.
PEGGY KOUNENAKI
Art Critic, Journalist, Writer
February 2018