Το ερώτημα του Οίκου

Το ερώτημα του οίκου1. Παρατηρώντας τις μικροσκοπικές Εικόνες περιπλάνησης του Γιάννη Στεφανάκι διακρίνω μια επιφυλακτικότητα απέναντι στις κραυγαλέες και ρηξικέλευθες πρακτικές της καλλιτεχνικής avantgarde, η οποία συνοδεύεται από μια διάθεση απεικόνισης μιας νοσταλγίας. Λέγοντας κάτι τέτοιο δεν εννοώ τη νοσταλγία για «κάτι ωραίο που χάσαμε» αλλά περισσότερο για τη σημασία της καλλιτεχνικής αφήγησης. Υπάρχει ένας έξοχος στίχος του Ηλία Λάγιου, στο εξώφυλλο του Νέου επίπεδου (τ. 33/4), ο οποίος ταιριάζει στην περίπτωση: «Να φέρεις τις λέξεις πηχτές σαν την πίσσα.» Αυτός είναι ο λόγος που κάνει την επιδεικτική προτεραιότητα της μορφής να υποχωρεί δίνοντας προβάδισμα σ’ έναν ήπιο επαναπροσδιορισμό της αναπαραστατικής επικοινωνίας και του διαταραγμένου νοήματος της απεικόνισης.

Τι είναι, όμως, εκείνο που πάνω απ’ όλα απεικονίζεται εδώ;
Ο Οίκος και μια σειρά αλληγορίες της κατοίκησης. Οι εικόνες αυτών των σπιτιών μας φαίνονται γνωστές και οικίες, όπως και οι μοναχικές φιγούρες που τα διασχίζουν. Πρόκειται, θαρρείς, για σπαράγματα ενός φανταστικού αφηγήματος που αναπτύσσεται διαδοχικά σε συνέχειες. Οι συσχετισμοί με την εικονογραφική παράδοση των κόμικς είναι πιθανοί, ωστόσο το ερώτημα του Οίκου αποτελεί τη ζωτική αρτηρία της περιπλάνησης. Πρόκειται, για την κατεξοχήν νόσο του Οίκου, για μια homesickness,στην κυριολεξία.

Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Οίκος συχνά τίθεται σαν ρίζα, σαν άμεση έκφραση μιας οργανικής και γήινης σχέσης με το περιβάλλον. Είναι το σύμβολο μιας πράξης που συνδέει την ανθρώπινη ύπαρξη με το Νόμο (όπως και τη νομή) και τη Γη. Υπάρχει ένα είδος «ιερής θεμελίωσης» της ιδέας του Οίκου. Όσο κι αν μοιάζει παράδοξο, αυτό το «αρχαϊκό» υπέδαφος εμφανίζεται διαρκώς στο πεδίο κάθε μοντέρνας αρχιτεκτονικής ουτοπίας.

«Ακνίσωτος οίκος» –έγραφε η Σέμνη Παπασπυρίδη-Καρούζου το 1935 στις σελίδες της Νέας Εστίας– είναι η μόνη φράση που σώθηκε από το έργο κάποιου αρχαίου τραγικού, ίσως του Αισχύλου. Το σπίτι που δεν βγάζει κνίσα, το ρημαδιακό και φτωχό τ’ απομόναχο. Ο βαθύτερος συμβολισμός της αρχαίας φράσεως να ταιριάζει στους σύγχρονους Οίκους των μεγαλουπόλεων και στους γυμνούς όγκους τους. Η «φωτιά» κι ο «καπνός» στο κείμενο αυτό της Σέμνης Καρούζου παίρνουν την αξία ενός συμβόλου της σχέσης με τη γη, ενός ριζώματος που «θάλπει».

«Κατοικώ» σε μία τέτοια γενική προοπτική σκέψης, πάει να πει έχω βάση σε ένα συγκεκριμένο ορίζοντα, σηκώνω ένα όριο, ένα σύνορο, σαν κάτι που δείχνει μια απόσταση, μια απόσυρση, ένα χωρισμό. Έτσι, αποκτά μορφή η κατηγορία του «τόπου» και η ιδέα μιας «κοινότητας» για την οποία ό,τι βρίσκεται «πέρα από αυτά τα όρια» είναι κάτι ξένο, το αίνιγμα και η αδιερεύνητη απεραντοσύνη της νύχτας και του απείρου. Κατοικώ λοιπόν έχει να κάνει προπάντων με τη μονιμότητα της ρίζας που δίνει στον άνθρωπο το απαραβίαστο θεμέλιο της δικής του προστασίας.

2. Αν αυτές οι σημασίες της κατοικίας είναι ανιχνεύσιμες, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, σε κάθε συζήτηση για την κατοικία στις αρχές του 20ου αιώνα, η μνήμη της «προέλευσης» και η αναζήτηση ενός χαμένου «κέντρου» δεν πρέπει να θεωρηθούν αποκλειστικά και μόνο σαν γνωρίσματα κάποιου αναχρονιστικού τύπου των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών εμπειριών που συνδέονται μ’ αυτές. Στο σημείο αυτό, νομίζω ότι συναντάμε και μία από τις μεγαλύτερες κινητήριες αντιφάσεις της νεωτερικότητας στην ευρύτερη έννοια της: ενώ αυτό από τη μια καταγράφει τη συνεχή ανάπτυξη της τεχνικής, ποτέ δεν κατόρθωσε να απελευθερωθεί από τον βραχνά ενός αυθεντικού είναι. Αναρωτιέται αδιάκοπα για τη δυνάμενη δική του ταυτότητα και αναπολεί χωρίς ανάπαυση το αυθεντικό και την προέλευση του. Αυτή είναι η αιτία που το κάνει να παραμένει μετέωρη ανάμεσα σε μία απόπειρα νόστου (η επιστροφή στην «πατρίδα» της προέλευσης), και μία χωρίς αυταπάτη και ελπίδα μελαγχολία που δημιουργεί η απώλεια της προέλευσης.

3. Όπως κι αν έχει, «κατοικώ» εξακολουθεί να σημαίνει συγκεκριμενοποιώ τη λογική και τη δυναμική μιας διεργασίας ιδιοποίησης, περισσότερο από το αναζητώ μια «χαμένη αρμονία» του μοντέρνου κόσμου. Σε δραστική αντίθεση με μια πανάρχαια παράδοση σκέψης που έβλεπε την «κατοικία» σαν τόπο του «αυθεντικού», ο Emmanuel Levinas γράφει στο Ολότητα και Άπειρο (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης εκδ. Εξάντας) ότι η οργανική και γήινη σχέση με το περιβάλλον – η αίσθηση της μητρότητας της γης -προσδιορίζει «όλον τον δυτικό πολιτισμό ο οποίος βασίζεται στην ιδιοκτησία, στην εκμετάλλευση, στην πολιτική τυραννία και στον πόλεμο». Αντιτιθέμενος σε κάθε οργανική ουτοπία και κάθε κοινοτικό μυστικισμό, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί, μαζί με τον Max Weber, τον στοχαστή εκείνο που ανοίγει το δρόμο στον προσδιορισμό μιας «απομαγεμένης έννοιας της κατοικίας».

Υπ’ αυτή την έννοια, ο Οίκος είναι συνδεδεμένος με την ιδιοκτησία, την κτήση και την εργασία, με ό,τι μετριέται μέσα απ’ αυτήν σαν «ενέργεια κατάκτησης». Κάτω από αυτήν την οπτική, καμιά «ιερή θεμελίωση» δεν ανήκει στον Οίκο. Καμία αίγλη δεν εξαπλώνει το χώρο: «σπίτι και εργασία, κατοικία και κατάκτηση εμφανίζονται συνδεδεμένα. Ανακαλύπτω και κατέχω τις λειτουργίες που το σπίτι καθιστά δυνατές και δέχεται, αποτελούν άλλο τόσο πράξεις που στρέφονται στον αποχωρισμό και τον διαχωρισμό, όπως το αποκτώ εστία δεν βάζει σε κίνηση μια διεργασία συμφιλίωσης με το περιβάλλον, αλλά πραγματοποιεί μιαν απόσπαση» (ό.π.).

Και τότε ο Οίκος γίνεται το αντίθετο της ρίζας: στον πολυδιάστατο χώρο των σύγχρονων πόλεων, στην απεριόριστη διασταύρωση των διαδρομών και των τροχιών τους «κατοικώ», πάει να πει προετοιμάζομαι για μία κατάσταση περιπλάνησης, πάει να πει προσδίδω μορφή σε μία διεργασία αντίθετη ως προς εκείνη του ριζώματος. Πάει να πει είμαι «ανέστιος», «φέροικος» και «αειπλάνητος» (για να θυμίσω κάποιες λέξεις του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) ακόμα και όταν έχω σπίτι. Εικόνες περιπλάνησης, ακριβώς. Και αυτή είναι η μεγάλη εσωτερική αντίθεση του πολιτισμού μας, η «διπλή αλήθεια» του κατοικώ. Δηλαδή, η σταθερή ταλάντευση ανάμεσα στη διαμονή και τον εκτοπισμό.

4. To να αποδεχτούμε μέχρι τέλους αυτό το δεδομένο θα σήμαινε – για να αναφερθούμε πάλι στον Levinas – να δώσουμε «στα θαύματα της αρχιτεκτονικής μας τις λειτουργίες που έχουν οι καλύβες της ερήμου». Πέρα από το εβραϊκό φόντο -στο οποίο έτσι κι αλλιώς βρίσκεται η σκέψη του Levinas- και πέρα από την ηθική σημασία που αυτός δίνει στον νομαδισμό σαν προοπτική εξασθένισης της κατακτητικής βούλησης του κατοικείν, η πρόταση αυτή έχει ακόμα σίγουρα να κάνει με τη συνάφεια ανάμεσα στην εμπειρία και τη φτώχεια, την οποία ο Walter Benjamin προσδιόρισε σαν ένα από τα χαρακτηριστικά της μητροπολιτικής εποχής. Αυτή είναι φτώχεια της εμπειρίας: η «ολοκληρωτική απουσία των ψευδαισθήσεων» γύρω από την πορεία των πραγμάτων, η συνείδηση του ότι κινούμαστε απομαγεμένοι στο σύγχρονο κόσμο.

Αυτό πιστεύω ότι είναι εκείνο που επαναδιαπραγματεύεται ο Γιάννης Στεφανάκις προσδίδοντας, εντέλει, ένα σύνθετο χαρακτήρα στην απλότητα των απεικονίσεων. Κοιτώ τις Εικόνες περιπλάνησης σαν το ισοδύναμο ενός ταξιδιού στο φαντασιακό της αφήγησης. Όμως, αυτό που μου μένει δεν είναι κάτι ασαφές και απροσδιόριστο αλλά καθαρό και απτό όπως όταν επισκέπτομαι ένα πραγματικό τοπίο. Βλέποντας συγκεντρωμένες αυτές τις εικόνες αναρωτιέμαι: Τι είδος κόσμου είναι αυτός που αναπαριστούν και πια είναι η σχέση του με τον κόσμο που ζούμε; Η απάντησή μου είναι ότι πρόκειται για εικόνες που περιγράφουν τη ζωή και τον κόσμο μας, επιλέγοντας εκείνο το ελάχιστο που αρκεί για να σκεφτούμε μια σειρά σύγχρονες κοινές εμπειρίες, αποκλείοντας τα υπόλοιπα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗΣ
Αρχιτέκτονας
Κείμενο από τον κατάλογο των εκδόσεων «Καστανιώτ»η με αφορμή την έκθεση στην αίθουσα τέχνης ΕΚΦΡΑΣΗ τον Μάιο του 2008 και στη γκαλερί ΑΜΥΜΩΝΗ τον Ιανουάριο του 2009

 

Leave a Reply