Το studio του Γιάννη Στεφανάκι ανάμεσα Γουδί και Αμπελοκήπους είναι κάτι σαν χρονομηχανή των δραστηριοτήτων του.
Περιοδικά (το ανθεκτικό Νέο Επίπεδο), ειδικές εκδόσεις που επιμελείται ο ίδιος (της Αποκάλυψης του Ιωάννου, ποιημάτων του Αναγνωστάκη, του Κατσαρού, της Αγγελάκη-Ρουκ και του Μαρκόπουλου) στοιβαγμένες παλιές εξπρεσιονιστικές δοκιμές, σκόρπιες μηχανικές κατασκευές «στο χώρο», ανηρτημένα μαύρα «κουτιά» που κρύβουν με θεατρική διάθεση παράξενους μικρόκοσμους, ακουμπισμένοι πίνακες της γυναίκας του, της Μαργαρίτας Βασιλάκου, με αναφορές στην κουλτούρα των κόμικς και «χειροκίνητες» ξυλογραφίες. Αυτή είναι σίγουρα η πρώτη κατάθεση, μια επιτομή ιδιοσυγκρασίας, που αποκομίζει κανείς. Θα ήταν δύσκολο το κοριτσάκι του Μυριβήλη να επαναλάβει κι εδώ αυτό που έκανε στην παραλία με το βότσαλο: δηλαδή να το πάρει από τη θέση του και να το ξαναβάλει στην ίδια ακριβώς θέση, απ’ όπου το σήκωσε.
Τα λέω όλα αυτά γιατί είμαι της γνώμης ότι η ατμόσφαιρα των χώρων μας συστήνει και μας βιογραφεί καλύτερα απ’ οποιαδήποτε ερμηνευτική πιρουέτα. Αν τα στυλ και οι τάσεις αλλάζουν, η ατμόσφαιρα παραμένει συνεκτική. Μπορεί, για παράδειγμα, να αναγνωρίσει κανείς εδώ ορισμένες μεταφορές κατοίκησης (και ζωής). Μπορεί ακόμα να εντοπίσει την άοκνη επιμονή ενός ανθρώπου στο να φτιάχνει πράγματα, ενώ κυνηγά θαρρείς κάποιο προπατορικό σημάδι. Δηλαδή μια επιμονή στην παρουσία. Τίποτα «λαμπερό», «στιλιζαρισμένο», «καλοσαπουνισμένο» ή «μοδάτο» δεν μένει εδώ, καμιά αμφιλεγόμενη εννοιακή προβοκάτσια απ’ αυτές που λατρεύουν τα φανταχτερά περιοδικά του lifestyle, αλλά η εικονογραφία και το μούχρωμα της «εναλλακτικής κουλτούρας», όπως τουλάχιστον τα γνωρίσαμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Υπάρχουν εδώ πράγματα που μερικοί από εμάς αγαπήσαμε η αντιπαθήσαμε με την ίδια θέρμη. Γι’ αυτό η ιδανική έκθεση ενός καλλιτέχνη σαν τον Στεφανάκι είναι ο χώρος, όπου βρίσκονται όλα αυτά τα τριακόσια τόσα πράγματα μαζί. Τα «κατ’ ιδίαν» και όχι τα βαθυστόχαστα ή τα στερεότυπα. Από εδώ έλκει την καταγωγή της η πραγματική «Κιβωτός της ανησυχίας», «το μοτίβο της εκλογής των μακρών κουτιών», που αναφέρει ο Φρόϋντ. Όσοι δοκιμάζουν να διαγράψουν τα πράγματα αυτά δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να απωθούν τον ίδιο τους τον εαυτό και το ψυχοδυναμικό του περιεχόμενο. «Έτσι πηγαίνει, τρέχει, -ψάχνει. Τι ψάχνει;», ρωτούσε, αν δεν κάνω λάθος ο Μπωντλαίρ. Απλούστατα έναν άλλο τρόπο να διατηρείται εσαεί «άυπνος» και πολιτισμικά «μάχιμος». Έναν τρόπο να παραμένει σουλατσαδόρος του φαντασιακού, των προσωπικών του εμμονών και των σχέσεων.
Ο Φερνάντο Πεσσόα λέει: «Γιατί γράφω, αν δεν μπορώ να γράψω καλύτερα;» Ένα τέτοιο ερώτημα μας αφορά όλους. «Γιατί ζωγραφίζουμε, αν δεν μπορούμε να ζωγραφίσουμε καλύτερα;», «Γιατί κάνουμε διάφορα πράγματα, αν δεν μπορούμε να τα κάνουμε καλύτερα;». Η απάντηση έρχεται μ’ ένα άλλο ερώτημα: Τι θα ήμασταν αν δεν κάναμε ό,τι κατορθώνουμε να κάνουμε; Αν δεν δοκιμάζαμε να πραγματοποιήσουμε κάποιες από τις έμμονες ιδέες μας; Σε μια τέτοια στάση δεν μετράνε τα κέρδη και οι ζημιές, τα high και τα low, το επίκαιρο και το άκαιρο, το αριστούργημα και το «μπάσταρδο της τέχνης», αλλά οι μεταφορές με τις οποίες ζούμε και δημιουργούμε, εκείνο το προπατορικό σημάδι, τα τριακόσια τόσα πράγματα που μας συστήνουν και μας βιογραφούν, το σουλατσάρισμα του φαντασιακού (που έλεγα πριν). Όλα αυτά νομίζω ότι σημαδεύουν την τελευταία δουλειά του Στεφανάκι και της Βασιλάκου, για την οποία, αν θα έπρεπε να αναφέρω ένα πλεονέκτημα, θα έλεγα πώς καλλιεργεί σχέσεις με ό,τι συμβαίνει έξω από το studio, στην πόλη και στο δρόμο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗΣ
Αρχιτέκτονας κριτικός τέχνης
Κείμενο από την ειδική έκδοση του περιοδικού Νέο επίπεδο με αφορμή την έκθεση Χους εις χουν (Γ. Στεφανάκις – Μ. Βασιλάκου) στην γκαλερί “Dianna – Yiulia” τον Μάιο του 2000