Στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας είχε δημιουργηθεί, στις σελίδες του περιοδικού «Η συνέχεια», συζήτηση για το νόημα της σεφερικής φράσης: «φτάσαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας». Μεταξύ των ερμηνευτικών απόψεων, υπήρξε και μια που υπαινίχθηκε τη διαφαινόμενη υποχώρηση της παραδοσιακής τυπογραφίας μπροστά στις νέες εξελίξεις στοιχειοθεσίας και εκτύπωση των βιβλίων. Η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής συνέπεσε χρονικώς με την εξάπλωση της φωτοσύνθεσης, η οποία είχε με το μέρος της ισχυρούς λόγους οικονομίας και άπειρες δυνατότητες εφαρμογών. Οι αντιδράσεις και η δυσφορία που προκλήθηκε στους ειδικούς αλλά και στους εμμανείς της παραδοσιακής τυπογραφίας οφειλόταν κυρίως στα κακά δείγματα και στην άγνοια των βασικών κανόνων της τυπογραφικής τέχνης, από την πλευρά εκείνων που είχαν εσπευσμένα αποχτήσει ένα μηχάνημα φωτοσύνθεσης και αυτοανακηρύχθηκαν στοιχειοθέτες και σελιδοποιοί βιβλίων.
Σήμερα, τα πράγματα έχουν βελτιωθεί κατά πολύ Η παραδοσιακή, πάντως, τυπογραφική τέχνη συνδέεται με το πολυτονικό σύστημα και τα περισσότερα βιβλία, αν όχι όλα, που τυπώνονται σε παραδοσιακά τυπογραφεία εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τις δασείες, τις περισπωμένες, κάποτε και την υπογεγραμμένη και τη βαρεία – τονικό σημάδι που τους κανόνες του γνώριζαν μόνον οι παλαιοί στοιχειοθέτες. Παρά το γεγονός ότι όλοι έχουμε πια αποδεχθεί το μονοτονικό, με εξαίρεση ορισμένες γλωσσικές εμμονές και συναφείς ιδεολογικές αγκυλώσεις, αυτό δεν μας εμποδίζει: να χαιρόμαστε την αισθητική και τυπογραφική καθαρότητα, οσάκις πιάνουμε στα χέρια μας ένα νέο βιβλίο τυπωμένο με την παραδοσιακή μέθοδο. Ξεφύλλιζα τις προάλλες μια, νέα τέτοια έκδοση, που προέρχεται από τις εκδόσεις «Χειροκίνητο», παρακλάδι του περιοδικού «Νέο επίπεδο», που εκδίδει από χρόνια ο γνωστός ζωγράφος και χαράκτης Γιάνvnς Στεφανάκης.
Στη σειρά του «Χειροκίνητου» έχουν προηγηθεί δύο ανάλογα βιβλία, πάντα ποιητικές συλλογές: ένα του Γιώργου Μαρκόπουλου και ένα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Τυπώνονται με την παραδοσιακή μέθοδο, εικονογραφούνται με ξυλογραφίες του Στεφανάκη και έχουν συλλεκτικό χαρακτήρα.
Το νέο βιβλίο είναι η ποιητική ενότητα «Ο Στόχος» του Μανόλη Αναγνωστάκη, που είχε πρωτοτυπωθεί στον συντροφικό τόμο «Δεκαοχτώ Κείμενα» το 1970 – γι’ αυτό και ο αρχικός συνειρμός μου με τα χρόνια της δικτατορίας. Τα ποιήματα του «Στόχου», ιδωμένα τώρα στην αυτοτελή τους έκδοση, μεταφέρουν όλο το σατιρικό και ταυτόχρονα πικρό κλίμα γραφής εκείνων των ετών. Διαλέγω στην τύχη, την εύγλωττη «Απολογία νομοταγούς»:
«Γράφω ποιήματα μέσα στο πλαίσιο που ορίζουν οι υπεύθυνες υπηρεσίες Ι Που δεν περιέχουν τη λέξη: Ελευθερία, τη λέξη: Δημοκρατία / Δεν φωνασκούν: Κάτω οι τύραννοι ή Θάνατος στους προδότες / Που /παρακάμπτουν επιμελώς τα λεγόμενα φλέγοντα γεγονότα / Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες / Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι / Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη / Αυτή που λέμε «ποιητική»: στιλπνή, παρθενική, ιδεατώς ωραία. / Γράφω ποιήματα που δεν στρέφονται κατά της καθεστηκυίας τάξεως».
Όσο για τη διαμάχη μεταξύ παραδοσιακής τυπογραφίας και φωτοσύνθεσης, είναι φανερό ότι δεν έχει να κάνει με την ποιότητα των ποιημάτων. Τα καλά ποιήματα λειτουργούν και συγκινούν πάντοτε, ασχέτως με ποιον τρόπο έχουν τυπωθεί.
Δημήτρης Δασκαλόπουλος
«Τα Νέα» 12/10/96
«…χειροποίητος Κατσαρός»
Είναι μερικές φορές που κάποια βιβλία δεν χαίρεσαι μόνο να τα διαβάζεις. Σαν αυτά που έχει βαλθεί να φτιάχνει ο χαράκτης και ζωγράφος Γιάννης Στεφανάκις, μέσα από τις εκδόσεις «Χειροκίνητο», που συνοδεύουν συχνά πυκνά το «Νέο Επίπεδο». Είναι λοιπόν το «χειροκίνητο», που σταματά κάθε φορά στο λόγο των ποιητών μας, και που έτσι χειροποίητο, στην κυριολεξία, όπως είναι, στέκεται και κοιτά τα πράγματα από κείνη τη γωνιά που στοχεύει το όμορφο. Η λέξη «καλαίσθητες» για τούτες τις εκδόσεις που έχει δώσει μέχρι τώρα το «Χειροκίνητο» ίσως να το αδικούν. Γιατί είναι βιβλία που πάνω τους και πρώτα απ’ όλα έχει μιλήσει ο λόγος που κλείνουν στις σελίδες τους και που έχουν σφραγιστεί από την αισθητική, το μεράκι, το σεβασμό και την επιμονή ενός ανθρώπου που δεν περιχαρακώθηκε στην τέχνη που υπηρετεί.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ο Γιάννης Στεφανάκις, που συχνά μας επισκέπτεται για να μας τρατάρει με το «Νέο Επίπεδο» αλλά και τις κουβέντες του για τα εικαστικά και τα της γραφής, τούτη τη φορά δεν κρατούσε το περιοδικό στα χέρια, αλλά ένα ακόμα «Χειροκίνητο», συλλεκτικό και φροντισμένο. Όπως μας έχει συνηθίσει με κείνα που έχει αφιερώσει στον Μανόλη Αναγνωστάκη, στην Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, στον Γιώργο Μαρκόπουλο…
Ο Μιχάλης Κατσαρός είναι ο τωρινός φιλοξενούμενος των εκδόσεων, και το «Κατά Σαδδουκαίων», έργο που κατάκτησε θέση σημαντική στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, σε μια έκδοση έτσι όπως του ταιριάζει. Σε ένα όμορφο βιβλίο, μεγάλου σχήματος, επιβλητικό και λιτό, που συνοδεύεται από επτά χαρακτικά του Γιάννη Στεφανάκι. «Οι Σαδδουκαίοι είχαν κάνει εντύπωση» έχει πει παλιότερα ο ποιητής. Δημιούργησαν συζητήσεις και έγιναν αφορμή για αντιπαραθέσεις. Και εξακολουθούν να στέκονται στέρεοι στο πέρασμα του χρόνου, ακόμα κι αν στοίχειωσαν για τον δημιουργό τους. Βλέπετε δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξακολουθούν να θεωρούν πως μ’ αυτό to έργο σταματά η ποιητική διαδρομή του Κατσαρού. Ο λόγος των ειδικών, βέβαια, έχει τη δική του οπτική και τη δική του σημασία Όμως είναι κι εκείνοι, απλούς αναγνώστες τους λένε, που συνηθίζουν να καταδύονται στην καρδιά των ποιημάτων και βρίσκουν συνένοχους τους ποιητές.
«Όταν άρχισα το «Κατά Σαδδουκαίων» είχε τελειώσει η Κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος» θυμάται ο Μιχάλης Κατσαρός σε μια συζήτησή του με τον Γιάννη Στεφανάκι που φιλοξένησε πριν μερικά τεύχη το «Νέο Επίπεδο». «Είχε τελειώσει η περιβόητη διαμάχη των Ελλήνων. Είδα όμως πως μπορεί οι εχθροπραξίες να ‘χαν τελειώσει, αλλά όχι κι οι αντίθετες ιδέες. Κι από τότε άρχισα να θυμάμαι παλαιές εποχές ανθρώπων. Και θυμήθηκα τους Σαδδουκαίους που “ενόμιζον και επερώτουν τον Κύριον”. Κάνανε μια άλλη γη. Οι Σαδδουκαίοι που ήτανε γκαουλάιτερ των Ρωμαίων στα Ιεροσόλυμα. Αληθινοί Σαδδουκαίοι- αδελφοί Σαδώκ- δίκαιοι, έβλεπαν τον Κύριον που ήτανε στα Ιεροσόλυμα και τον ‘επερωτούν’, που θα πει κάνανε του Κυρίου γη, αλλά σε ανθρωπογεωγραφία. Αυτό το πλήθος οι Σαδδουκαίοι, ήταν ανθρωπογεωγράφοι του Κυρίου. Συνέλεγαν τις γραφές – γράμματα που τότε είχανε βγει και τις έβαζαν στο σώμα της ανθρωπογεωγραφίας του. Αλλά μετά όμως όλο αυτό το πλήθος των Σαδδουκαίων άρχισε να ερίζει με τους άλλους Εβραίους. Ε! αυτό έγινε κι εδώ. Δηλαδή αυτά που διηγείται η ποίηση μου συνέβαιναν και τότε στην Ελλάδα». Έτσι άρχισε να γράφεται τούτο το ποίημα, για να γνωρίσει μια περιπετειώδη πορεία και να χαρίσει μια αντίστοιχη στον δημιουργό του, καθώς ων επονίτης εκείνη την εποχή, η μεγάλη επίθεση που δέχτηκε ήταν από την Αριστερά… «Γιατί ήμουν σκληρός στην επίθεση μου. Ήμουνα αυστηρός με την αλήθεια. Ενώ αυτοί μεταπολεμικώς είχανε χάση και την αλήθεια, αλλά και τις πράξης αληθείας». Όμως η πέννα των ποιητών συνήθως λέει τις αλήθειες. Ίσως γι’ αυτό και οι «Σαδδουκαίοι» έρχονται κι επανέρχονται μέσα στο χρόνο κι επιμένουν να θυμίζουν μια διαδρομή που συνεχίζεται.
Πόλυ Κρημνιώτη
«Κυριακάτικη Αυγή» 18/1/98