Εύκολο είναι πια σήμερα να φτιάχνει κανείς εικόνες. Εκατομμύρια αντίτυπα παράγει, ας πούμε, η Sony με εργαλείο τα μαγικά για μας τους αδαείς έγχρωμα pixels που εμφανίζονται ως άυλες σκιές αλλά μ’ όλα τα χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμων μορφών. Μόνο στο προσεχτικό μάτι φανερώνουν μικροαποκλίσεις από το κανονικό που αντί να δρουν ελκυστικά, αποσυντονίζουν την οικεία πραγματικότητα, προκαλώντας ελαφρά ρίγη. Με θρησκευτική ευλάβεια προσέρχονται οι πιστοί στις ιστιοσελίδες του Internet για να πληροφορηθούν λεπτομέρειες για τις δυνατότητες των τελειότερων γραφισμών που θα παρέχει η ειδική παιγνιοκονσόλα. Η υψηλή ευκρίνεια που αντισταθμίζεται από τις υψηλές αναλύσεις και την επιτάχυνση τρισδιάστατων γραφικών που διαθέτουν οι υπολογιστές είναι πια το ζητούμενο στην τρέχουσα αντίληψη που αφορά την ηλεκτρονική διασκέδαση των παιδιών μας. Θα ψάξουν άραγε για τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτή την ανατριχίλα του διάμεσου που εκφράζεται με εκατομμύρια pixels αναζητώντας ένα απείκασμα;
Πολύ πιθανό -μάλλον βέβαιο- είναι ότι δε θα την ψάξουν στη χαρακτική που, αν το καλοεξετάσει κανείς, βρίσκεται στην αφετηρία κάθε βούλησης για αναπαραγωγή μιας αρχικής εικόνας με τη μεγαλύτερη πιστότητα. Η φωτογραφία και η φωτοτυπία σίγουρα αντλήσανε από τις χημικές-μηχανικές τεχνικές που εφευρέθηκαν στη γερμανική Αναγέννηση για να εκλαϊκεύσουν την εικόνα και το γράμμα. Και δεν θα ήταν υπερβολικό να σκεφτεί κανείς ότι και η ηλεκτρονική μετατροπή του φωτός στα τρία βασικά χρώματα και η ψηφιοποίηση μιας αρχικής εικόνας στην οθόνη εντοπίζονται στην ιδέα της αναπαραγωγής ενός ειδώλου. Καθιερώνεται η αμφίδρομη σχέση δέκτη-πομπού και ο ορίζοντας προσδοκιών για πιστότητα όλο και διευρύνεται.
Άρα δίκαια μπορούμε να δούμε τη χαρακτική και ειδικότερα την ψυχοκόρη της, τη λιθογραφία, ως τη μεγαλύτερη τεχνολογική επανάσταση που έγινε στον αιώνα μας, ακόμα κι αν σήμερα η λέξη ηχεί σαν να προέρχεται από έναν απόμακρο, ξένο πια κόσμο και η αναπαραγωγική διαδικασία με μελάνια και κραγιόνια και πρέσες σαν προ πολλού ξεπερασμένη. Αφήνω που σχεδόν κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με τελική ακρίβεια όλες τις φάσεις ως το τελικό προϊόν κι αν το κάνει κάποιος από το Σύλλογο Χαρακτών, πολύ γρήγορα θα απελπιστεί κανείς από όλη την τεχνογνωσία που απαιτείται και για το απλούστερο τράβηγμα (ίσως εδώ να στηρίζεται και όλη η απάτη που γίνεται σήμερα στο χώρο). Αν όμως πάρουμε ως δεδομένο το γεγονός ότι η λιθογραφία αναίρεσε την εφεύρεση του Γουτεμβέργιου με τα κινητά στοιχεία, τη λινοτυπία και όλο το ανθρώπινο δυναμικό που απαιτούσε, τότε μπαίνουμε κάπως στο νόημα που έχει η διαπίστωση αυτή. Εκτόπισε όμως η λιθογραφία, με τη σχετική της ευκολία που παρείχε ακόμα και στους ερασιτέχνες, την ακρίβεια στο χειρισμό του άσπρου-μαύρου πάνω στο χαρτί, έτσι όπως αναδείχτηκε στην ξυλογραφία και χαλκογραφία-οξυγραφία. Αλλά και το αυτόγραφο σχέδιο και η ακουαρέλα πήγαν πίσω ως είδη, αφού η λιθογραφία απέδιδε καλύτερα τη γραμμή και το διάφανο χρώμα. Η λιθογραφία απογύμνωσε ταυτόχρονα το μύθο του πρωτότυπου στη σύγχρονη εποχή, καθιστώντας τρόπον τινά τα πάντα «καραμεούντα και φαύλα», πράγμα που ίσως να ανταποκρίνεται τελικά στους μύχιους πόθους μας.
Πέρα απ’ όλα αυτά η λιθογραφία είναι το μέσο εκείνο που μπορεί και φιλτράρει τον πρώτο ενθουσιασμό του τεχνίτη και που φροντίζει να εξουδετερώσει ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου αυθορμητισμού και της προσωπικής άποψης. Ο τεχνίτης οφείλει να σκεφτεί το προϊόν του τουλάχιστον δύο φορές, μια ανεστραμμένο και μια ορθό, και επομένως πρέπει να πάρει την αναγκαία απόσταση ούτως ώστε να ασκήσει την αυτοκριτική του στο έργο και τη σημασία της δουλειάς του χωρίς το καθρέφτισμα, χωρίς ο απείκασμα που δεν μπορεί πια να αλλάξει, όπως δεν σβήνει πια ένα καλλιγραφημένο γράμμα σε μια μεσαιωνική περγαμηνή. και ενώ το έργο μοιάζει να είναι δικό του, τελικά θα πρέπει να τού φαίνεται σαν ξένο και θα πρέπει και να τρομάζει και λίγο, όπως όταν βλέπουμε τον εαυτό μας σ’ έναν καθρέφτη που καθρεφτίζεται μέσα σ’ έναν άλλον και δεν τον αναγνωρίζουμε αμέσως.
Φοβάται, νομίζω, και ο Γιάννης Στεφανάκις, κι αυτό μοιάζει ενδιαφέρον. Ίσως γι’ αυτό τα αλλεπάλληλα τυπώματα με μικρές, ανεπαίσθητες μεταλλαγές από τύπωμα σε τύπωμα κι από γραφικό χαρακτήρα σε γραφικό χαρακτήρα. Σαν να κάνει κάθε φορά μικρές επικλήσεις. Κι όμως, παρά την ευκολία που είναι φανερό πως έχει, κάθε γραμμή του έχει το δικό της άυλο βάρος, καμία δεν «λανθάνει», όπως θα μπορούσε μια χαρά να «λανθάνει» αν ήταν ζωγραφική με λάδι, ή να σβηστεί οτιδήποτε θα κρινόταν περιττό για κάποια φάση από οξέα, όπως στην οξυγραφία. Τα λάθη δεν διορθώνονται. Το καθρέφτισμα του Εγώ δεν ρετουσάρεται.
Υπομονετικά βαδίζει στα χνάρια που χάραξε ο ίδιος για να ολοκληρώσει με συγγνωστή ευκολία τον κύκλο από δεκαέξι φύλλα που όρισε μόνος του, τον κύκλο που ονόμασε «Λίθινη Εποχή». Ο τεχνίτης ξεπερνιέται από τον εικαστικό καλλιτέχνη που συλλαμβάνεται να ζωγραφίζει με λεπτά και χρωματιστά κραγιόνια και να επιλέγει πυκνά γραμμικά πλέγματα και απειλητικά σύννεφα καμωμένα με γρήγορες πρόχειρες κινήσεις δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα συμπαντικής και ερεβώδους νύχτας και μέρας χωρίς ήλιο και ζέστη. Συλλαμβάνεται να δίνει όγκους με έντονο σκιοφωτισμό που τους αποδίδει, πιστός σε γνωστή τεχνική της λιθογραφίας, με σκληρό περίγραμμα που σβήνει σταδιακά, να ορίζει ακατοίκητους και άξενους γεωμορφικούς χώρους και, αντίθετα προς την οικεία λογική, να σκιάζει το πρώτο πλάνο, ενώ φωτίζει έντονα το βάθος. Ο μοναδικός πρωταγωνιστής σε αφανή δραστηριότητα είναι ο όφις, που δεν είναι ποσώς το «καταραμένο θεριό» αλλά ο καλόβολος συνοδοιπόρος στην πορεία μας της αναγνώρισης ευθύγραμμων σχημάτων πάνω στο χαρτί. Μπερδεύεται μέσα στα ξερά κλαδιά, τεντώνεται πλάι στις βέργες. Είναι πάντα εκείνος που ελίσσεται περισσότερο.
Αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη σειρά ζωγραφική; Μάλλον όχι, γιατί ο Στεφανάκις και η εικόνα του αντικειμενικού κόσμου που είχε κατά νου πετυχαίνει λιγότερο η περισσότερο με όρους πολυγραφικής ταχύτητας, που είναι συστατικό στοιχείο της τεχνικής που υπηρετεί ευσυνείδητα.
Γράφει ο Goethe το 1808 στον Πρόεδρο της Ακαδημίας των Επιστημών της Βαυβαρίας σχολιάζοντας την ανακάλυψη της λιθογραφίας: Κι αν ακόμα το τυπωμένο φύλλο που μου στείλατε ήταν γεμάτο χρυσά νομίσματα, δε θα μου είχε δώσει τη χαρά εκείνη που μου έδωσε πράγματι η λιθογραφία σ’ όσους κατάλαβαν την αξία της. Το δίνει και θα το δίνει σ’ όσους τη φροντίζουν με την αγωνία του Στεφανάκι πάνω από τις λίθινες πλάκες για να προλάβουν να τη βρουν σε καλή κατάσταση και τα παιδιά μας, που είναι πάντως παιδιά των pixels.
ΜΑΡΙΛΕΝΑ Ζ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ
Εισαγωγικό κείμενο από το βιβλίο Λίθινη εποχή
των εκδόσεων ΙΔΜΩΝ με αφορμή την έκθεση στην γκαλερί «24» το Φεβρουαρίου του 1999