Τα τελευταία οκτώ περίπου χρόνια, ο Γιάννης Στεφανάκις μ’ εμμονή και αφοσίωση δουλεύει κι επεξεργάζεται μια πανάρχαιη διαδικασία γραφής: σμικρύνοντας την εικαστική επιφάνεια, αναδεικνύει τον πλούτο των υλικών και αφηγηματικών στοιχείων που συνθέτουν το πανάρχαιο παραμύθι της ζωγραφικής.
Το 1993 παρουσιάζει μια σειρά από έργα (τα οποία δούλευε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80), η οποία αποτελείται από τετράγωνα μονόχρωμα τελάρα, όπου στο κέντρο τους άνοιγε ένα μικρότερο τετράγωνο, σαν παράθυρο. Μέσα σε αυτόν τον τρισδιάστατο και εσώτερο χώρο, σχεδόν ανάγλυφα, εξελισσόταν η αναπαράσταση μιας ξέχωρης ζωγραφικής ιστορίας. Σε κάθε διαφορετικό έργο, με χρώματα και διάφορα άλλα υλικά –χώμα, ξύλο, μέταλλα, σύρματα, κόλλες–, έπλαθε κεντρικά, σε μια εσοχή του τελάρου, σε μικρή κλίμακα, μια πανδαισία από πλαστικές συζεύξεις και τονικές και χρωματικές αντιστίξεις. Τα μεγάλα ουδέτερα τελάρα, το παραδοσιακό ζωγραφικό πλαίσιο, γίνονταν η πρόφαση για να κατευθυνθεί το βλέμμα σ’ ένα μικρό σημείο, όπου διεξαγόταν μια μεγάλη δράση από τη συμπύκνωση της ύλης. Η ζωγραφική επέμβαση του καλλιτέχνη συσπειρωνόταν σε σήμα ισχυρής ενέργειας, συνελισσόταν μέσα στο μικρόκοσμο των εικαστικών και πλαστικών αξιών.
Από αυτό το σημείο κι έπειτα, η ζωγραφική υπογραμμίζεται από τον Γιάννη Στεφανάκι σαν κάτι το πολύτιμο, σαν κάτι που καταλαμβάνει ένα κεντρικό χώρο. Στα έργα αυτά, η ζωγραφική ορίζει αποφασιστικά την έννοια του χώρου, καθώς οι διαστάσεις του τελάρου εξουδετερώνονται από τους ζωγραφικούς του πυρήνες. Ο χώρος ταυτίζεται με την οπτική ακτίνα του ματιού. Η αναζήτηση για μια καθολική επικοινωνία με το φυσικό, οπτικό χώρο του ανθρώπου τον οδηγεί σ’ ένα άλλο μέτρο. Η εικαστική έκταση σμικρύνεται για να μαγνητίσει άμεσα το ατένισμα του βλέμματος.
Απρόσμενα, μπροστά σε αυτά τα έργα, εκτελεσμένα την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, ξαναδιαβάζουμε τη σκέψη και τις παρατηρήσεις του μεγάλου δημιουργού, στοχαστή κι ερευνητή, του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Στο Δοκίμιο της Ζωγραφικής, ο Λεονάρντο επανειλημμένα επανέρχεται και τονίζει το θέμα της θαυμαστής ύπαρξης νόμων και δομών στη φύση και την ανατομία του ανθρώπου, που προβλέπουν την αφομοίωση και ανακατασκευή του σύμπαντος μέσω της κόρης του οφθαλμού: «Qui croirait qu’un espace aussi réduit serait capable d’absorber les images de l’univers? Ο action puissante! Quel esprit pourra pénétrer ta nature? Quelle language saura expliquer cette merveille? Aucune, certes. C’est là ce qui tourne le discours humain à la contemplation du divin» (CA 345Γ)¹.
To θαύμα της όρασης, που φανερώνεται μέσω του οφθαλμού, υπήρξε γι’ αυτό και ένας κεντρικός άξονας προβληματισμού στην εικαστική γλώσσα. Σε αυτόν τον μικρό χώρο αναδημιουργείται ολόκληρο το Σύμπαν. Είναι, γι’ αυτό, ένας κόσμος ιερός. Στους περισσότερους πολιτισμούς, ό,τι απευθύνεται σε αυτό έντεχνα, φέρει τη σφραγίδα της ιδιοφυΐας και της μαστοριάς του ανθρώπου που το κατασκεύασε. Η νόηση ασκείται στα υψηλότερα επίπεδα για να επικοινωνήσει οπτικά με αυτόν τον μικρό, θαυμαστό και συνάμα απέραντο χώρο του σώματος και του πνεύματος. Σε αυτόν τον εσώτερο χώρο, σε αυτήν την κοιλότητα, σώμα και πνεύμα γίνονται ένα. Μια ιερή σύζευξη λαμβάνει χώρα κάθε λεπτό, κάθε μέρα μέσα στους αιώνες στο σώμα του ανθρώπου. Η υπόθεση της όρασης είναι ιερή. Έτσι έχει υμνηθεί, τραγουδιστεί από λαούς σε όλον τον πλανήτη, από χρόνους αμύθητους έως σήμερα. Όλη η τερατώδης δύναμη ενός γίγαντα, του Πολύφημου, καταρρέει μπροστά, στην υπέρτατη ισχύ του οφθαλμού. Πολυάριθμα τα παραδείγματα, άλλωστε, στις μυθολογίες, οπού το μάτι ίσταται σαν το κέντρο του Κόσμου.
Το μάτι σαν Κιβωτός του Σύμπαντος. Το μάτι που παρατηρεί τη φύση, την ιστορία, τον άνθρωπο είναι ένας από τους πιο ευλύγιστους, ευπροσάρμοστους δέκτες αλλά και συνάμα αποφατικούς θεατές των ερεθισμάτων που δέχεται από το περιβάλλον. Κάθε άλλο παρά κλειστός θάλαμος η επτασφράγιστο κουτί, το μάτι είναι ταυτόχρονα και άνοιγμα. Διάτρητη κιβωτός, επικοινωνεί ταυτόχρονα τόσο με τον έξω κόσμο όσο και τον μέσα, διανοίγοντας διόδους έκφρασης και γραφής τόσο στο συναίσθημα όσο και στη λογική. Αστείρευτος επεξεργαστής εικόνων, χρωμάτων, μορφών, με απρόσμενο και μαγικό τρόπο μεταπλάθει την εικόνα που δέχεται σε μύριες άλλες εικόνες, σε πολλαπλά σύμβολα, σε νέα σήματα.
Όραση, νόηση, ενόραση. Δεν σηματοδοτούν κάποια ιεραρχία. Η νόηση βλέπει και αναπαριστά το νοούμενο που ενορά. Ο εγκέφαλος επεξεργάζεται εικονικά. Τα παράγωγά του είναι νέες εικόνες, που εξέρχονται από μέσα για να ξαναεισέλθουν και να συνεχίσουν την ίδια διαδικασία επεξεργασίας, στο διηνεκές. Η τέχνη, ως ο κατ’ εξοχήν συνομιλητής με το μάτι, το φυσικό και νοητικό, είναι από τη Φύση προσδιορισμένη ως ιερά και πολύτιμη περιοχή. Αλλά η «ιερότητα» της τέχνης δεν έχει ποτέ να κάνει με την επιτήδευση της σοβαροφάνειας. Αυτό το μέσα-έξω, το πήγαινε-έλα του ματιού, οι συνεχείς μεταφορές και μεταθέσεις της όρασης και της ενόρασης είναι ταυτόχρονα και ένα παιχνίδι. Στην τέχνη, το παιχνίδι αυτό βασίζεται στην πηγαία εναλλαγή της γνώσης με την αθωότητα και υιοθετεί διαφορετικούς κανόνες έκφρασης, ανάλογα με την εποχή και τους εκάστοτε κυρίαρχους πολιτισμούς.
Η αντίληψη της «ιερότητας» της τέχνης. Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε δογματικό συνειρμό, η αντίληψη του «ιερού» συναντάται σταθερά στην ιστορία του πολιτισμού. Στις αρχαϊκές κοινωνίες, η εικόνα δεν είναι ποτέ αποδεσμευμένη από το συμβολικό της περιεχόμενο, το οποίο ανάγεται σε κάποια συγκεκριμένη ιεραρχία αξιών. Η γλώσσα των τοτέμ είναι αρχικά εμπνευσμένη από την παρατήρηση της φύσης, ενώ ο συμβολισμός τους είναι προϊόν της νοητικής όρασης, που δημιουργεί τον κύκλο από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και τανάπαλιν. Οι Έλληνες είναι οι πρώτοι που θ’ αντικαταστήσουν την αφηρημένη ισχύ του συμβόλου με το ιδεώδες, ενσαρκωμένο στον άνθρωπο. Από τους Κούρους και τις Κόρες έως τον Πολύκλειτο, η κύρια εικόνα που επικοινωνεί με το μάτι μέσω της τέχνης είναι μια άλλη υπέρτατη αντίληψη του κόσμου, όπου το «ιερό» είναι απόλυτα ταυτισμένο με τον άνθρωπο, ενσωματωμένο σε αυτόν, σε μια θαυμαστή ισορροπία μεταξύ του θεϊκού και του ανθρώπινου. Αργότερα, ο Χριστιανισμός θα διαχωρίσει πλήρως το πνεύμα από το σώμα. Το μάτι, στην τέχνη, υποδέχεται το ασύλληπτον και ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι αρχίζει μια πρώτη άσκηση όρασης του μη-φαινομενικού. Το μάτι φυλάσσει τον ιερό χώρο του θείου. Η αναπαράσταση των αγίων και των συμβόλων άμεσα παραπέμπει σε μια νοητική επεξεργασία, που έχει να κάνει με το μη-ορατό.
Αν η Αναγέννηση επανέφερε την ανθρωποκοσμική αντίληψη, με πρότυπο το ελληνικό ιδεώδες, έφερε ταυτόχρονα και μια μεγάλη καινοτομία στην πορεία εξέλιξης της ιστορίας του ματιού. Σε αυτήν τη σημαντική φάση της ιστορίας της ανθρωπότητας, η λειτουργία της όρασης και της ενόρασης καθορίζεται από την παράλληλη γνωσιολογική και επιστημονική ροπή του δυτικού πολιτισμού. Το μάτι αρχίζει να μηχανεύεται, να διερευνά τον ίδιον τον κόσμο της Γνώσης και της Επιστήμης. Μεταλλάσσεται σε δραστήριο εργαστήριο, όπου ερευνάται ο κόσμος των φαινομένων. Ο καλλιτέχνης, εξετάζοντας σε βάθος κάθε δεδομένο που συνδέεται με τη μελέτη των μηχανισμών της όρασης, ανακαλύπτει και νέες οπτικές του φαινομενικού κόσμου. Γίνεται εξερευνητής του χώρου της αναπαράστασης και ως εκ τούτου, αργά άλλα σταθερά, αρχίζει να χειραφετείται από μια αυστηρά κανονιστική αντίληψη του ρόλου του.
Η μοντέρνα εποχή της τέχνης έχει εγκαινιαστεί. Η έννοια του καλλιτέχνη ως ελεύθερου «δημιουργού» αρχίζει να κυοφορείται. Από τον Leonardo, τον Dürer και τον Van Eyck έως τον Seurat, τον Max Bill και τον Albers, άλλα και μεταγενέστερα από τον Rothko έως σήμερα, ακατάπαυστα η τέχνη και με ποικίλους «δημιουργικούς» τρόπους μεταγράφει τον άρρηκτο δεσμό των φυσικών νόμων που ορίζουν τους μηχανισμούς της όρασης και της μετα-φυσικής αίσθησης του κόσμου.
Η σύγχρονη εποχή έχει χαρακτηριστεί ως η χωρίς προηγούμενο ιστορική περίοδος της πληθωρικής οπτικής επικοινωνίας. Το μάτι δεν έχει πια χρόνο να παρατηρήσει, αλλά βομβαρδίζεται καθημερινά και ανελέητα από μια σωρεία σημάτων, κατεργασμένων και ακατέργαστων. Σίγουρα η «ιερότητα» του ματιού δεν αποτελεί κάποιο κεντρικό προβληματισμό σε αυτόν τον πολιτισμό, καθώς οι «νέες τελετές» της πληροφόρησης μυθοποιούν όχι τόσο το φαινόμενο ή το προϊόν που προβάλλεται το μάτι, όσο το ίδιο το γεγονός της «θαυμαστής», πολλαπλής, συγκεχυμένης και ισοπεδωμένης πληροφόρησης. Η εικόνα δεν μπορεί πια να έχει συμβολική ιδιότητα, καθώς η εικόνα είναι το αστικό περιβάλλον, είναι η καθημερινότητα. Η κύρια εικονοπαραγωγική βιομηχανία της διαφήμισης διέγνωσε από χρόνια το αδιέξοδο, που μάταια τελικά προσπαθεί να παρακάμψει, υιοθετώντας ακραία ερεθίσματα, από τη βία και διάφορους άνομους συσχετισμούς καταστάσεων έως την παραβίαση κάθε ιδιωτικού και ιερού χώρου, από τη γέννηση έως τον θάνατο (βλ. τα διαφημιστικά σλόγκαν της BENETTON).
Ό,τι προσφέρεται στο μάτι είναι πλέον προς το θεαθήναι. Κάθε αντιληπτική επεξεργασία παραπέμπεται αστραπιαία και πάλι προς τα έξω, κλείνοντας τα παράθυρα επικοινωνίας με τον εσωτερικό χώρο της ψυχής. Η σύγχρονη τέχνη γνωρίζει πολύ καλά το αδιέξοδο. Όλο και περισσότερες τάσεις επιχειρούν να «μουμιοποιήσουν» ή να «παγώσουν» την εικόνα, να παράξουν καταστάσεις όπου η εικόνα που φτιάχνει ο καλλιτέχνης να μην ανάγεται παρά στην ίδια την εικόνα, προσπαθώντας με όλα τα μέσα να σφραγίσουν την οπή του ματιού.
Απέναντι σε αυτήν την προσέγγιση υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη. Υπάρχουν ευαισθησίες που δεν μπορούν και δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια διείσδυσης, ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, μέσα στο χώρο του ιερού γάμου του ματιού με τη νόηση και το πνεύμα. Είναι, άραγε, μια τέτοια αναζήτηση αγκιστρωμένη σε μια χαμένη αξία; Είναι εκτός πνεύματος της εποχής; Γι’ αυτούς που εμμένουν να επαναφέρουν, με διαφορετικούς τρόπους, την «ιερότητα» της «κιβωτού» της όρασης και της νόησης, θα μπορούσε, αντίθετα, να σημειωθεί ότι ίσως ισχύει αυτό που λέει ο Mircea Eliade στο βιβλίο του «Images et Symboles», ότι «όσο μια συνείδηση αφυπνίζεται, τόσο ξεπερνά τη δικιά της ιστορικότητα». Αν η ανάγκη αυτής της αφύπνισης είναι συνειδητοποιημένη σε ορισμένους καλλιτέχνες, σήμερα, το ξεπέρασμα της ιστορικότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει την ανεύρεση της γλώσσας, που μπορεί, σε κάθε διαφορετική εποχή, να οδηγεί αβίαστα το μάτι προς κάποιο κεντρικό σημείο, κάποια «εστία». Σημασία δεν έχει τόσο η αναπαράσταση του «κέντρου», που ούτως η άλλως είναι μια υπόθεση -βάσιμη η αβάσιμη- αλλά το ταξίδι προς αυτό. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η «Ιθάκη» σηματοδοτεί μεν την αναζήτηση της εστίας, αλλά στο Ομηρικό έπος υμνείται το ταξίδι του Οδυσσέα προς αυτήν.
Η διαδρομή του Γιάννη Στεφανάκι
Ξανακοιτάζοντας τη διαδρομή του Γιάννη Στεφανάκι, από τα πρώτα του μεγάλα τελάρα, με τη συμπυκνωμένη και ανάγλυφη ματιέρα έως τα τελευταία κουτιά, όπου σπαράγματα από ποικίλα υλικά, θραύσματα αντικειμένων και χρώματα αφηγούνται μεγάλα παραμύθια, αναγνωρίζει κανείς στη διαδρομή του την αναζήτηση αυτής της χαμένης «εστίας». Και δεν μπορεί να μην παραλληλίσει κανείς αυτήν την ενστικτώδη και έμμονη τάση του με αυτό που παρατηρεί και πάλι ο Mircea Eliade, ότι στις αρχαϊκές και παραδοσιακές κοινωνίες ο περιβάλλων κόσμος συλλαμβάνεται σαν ένας μικρόκοσμος, που πάντα θεωρείται ως ο ιερός χώρος. Και, συνεχίζει, η κατασκευή ενός κέντρου συσχετίζεται, με την κατασκευή μιας εστίας – και η εστία αντιπροσωπεύει η ίδια έναν μικρόκοσμο, δηλαδή μια imago mundi.
Μέσα στις διάτρητες «κιβωτούς» του Γιάννη Στεφανάκι ζει ένας μικρόκοσμος της ζωγραφικής. Ο καλλιτέχνης μικρογραφεί τη γλώσσα των υλικών και τις ζωγραφικές ποιότητες της ύλης. Χρησιμοποιεί θραύσματα, αποσπάσματα από αντικείμενα για να μεγεθύνει τη σημασία του αφηγηματικού στοιχείου, που ενυπάρχει στο ελάχιστον. Από αυτά τα μικροσκοπικά σημεία αναφύεται μια άλλη πραγματικότητα, που μεταφέρει το μάτι σε μιαν άλλη διάσταση, μεγάλου βάθους, όπως αυτή του μύθου και του παραμυθιού. Ο Στεφανάκις συνεχίζει να δοκιμάζει πανάρχαιες μεθόδους, με πηγαία φαντασία, για να ανακατασκευάσει μια γέφυρα επικοινωνίας του εξωτερικού με τον εσωτερικό κόσμο. Κατευθύνει το μάτι άμεσα και απερίσπαστα σ’ έναν πυρήνα, εκεί όπου κάθε τι φαινομενικά μεγαλόσχημο και σημαντικό συνοψίζεται σε μια άξια: στην αξία της ενεργοποιημένης δράσης.
Το απαθές και κορεσμένο μάτι του σύγχρονου θεατή αρχίζει να ψάχνει. Αρχίζει να αντιστέκεται στη χαλάρωση που του προκαλεί η ποσοτική οπτική πληροφόρηση. Η ποιότητα αρχίζει να πηγάζει μέσα από το μικρό, το ταπεινό, μέσα από την κατεύθυνση του ματιού προς το μικρογραφημένο κόσμο, που αντιπαρατίθεται στην εδραιωμένη και κυρίαρχη πραγματικότητα, όπως ο Δαβίδ στον Γολιάθ.
Οι «κιβωτοί» του Γιάννη Στεφανάκι έρχονται να προτείνουν την επανίδρυση μιας βαθύτερης, ιδιωτικής, σχεδόν «ιερής» σχέσης με την «κιβωτό» του ματιού. Μπροστά σε κάθε ξέχωρο μικρόκοσμο του, δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς ότι, στην ουσία, η ιστορία της ζωγραφικής και όλης της τέχνης δεν αποτελείται μονάχα από τις λαμπρές, φημισμένες η ανώνυμες φυσιογνωμίες που την εμπλούτισαν. Η ιστορία αυτή αφηγείται, παράλληλα, τη σταθερή προσπάθεια του ανθρώπου να σχηματοποιήσει το απέραντο στο ένα, σε μία γραφή, σ’ ένα λόγο. Η διαδρομή του Γιάννη Στεφανάκι έχει διασταυρωθεί με αυτόν τον ουσιαστικό και καίριο προβληματισμό, που αναφέρεται στο μυστικό χώρο της ποιητικής της τέχνης.
ΕΦΗ ΣΤΡΟΥΖΑ
Ιστορικός και κριτικός τέχνης
Δεκέμβριος 1996 – Ιανουάριος 1997
Κείμενο Καταλόγου (περιοδικό Ν. Επίπεδο)
από την έκθεση – εγκατάσταση ΚΙΒΩΤΟΣ στον πολυχώρο «Φούρνος» (Αθήνα) 1997 και στην “Art Athina 5 ‘97” με το χώρο τέχνης «Αριάδνη» (Ηράκλειο Κρήτης)
¹ Το απόσπασμα αυτό από το Trattalo della Pittura του Λεονάρντο ντα Βίντσι έχει αποδοθεί στη γαλλική μετάφραση από τον André Chastel (Miroirs de l’ Art, έκδοση Herman, Παρίσι 1964). Η καθυστέρηση στην παράδοση αυτού του κριτικού μου σημειώματος, αφιερωμένου στο έργο του Γιάννη Στεφανάκι, δεν μας επέτρεψε την αναζήτηση του πρωτότυπου Ιταλικού κειμένου. Σε αδόκιμη μετάφραση: «Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένας τόσο σμικρυμένος χώρος θα μπορούσε να απορροφήσει τις εικόνες του σύμπαντος; Ω, μεγαλειώδης πράξη! Ποιο πνεύμα θα μπορέσει να διεισδύσει στη φύση σου; Ποια γλώσσα θα είναι ικανή να εξηγήσει αυτό το θαύμα; Σίγουρα, καμιά. Σε αυτό το σημείο, στρέφεται ο ανθρώπινος λόγος προς τον στοχασμό του θείου» (CA 345r).