ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ «Η φοβερή πατρίδα μου» με τρεις ξυλογραφίες του ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΑΚΙ Εκδόσεις «ΝΕΟ ΕΠΙΠΕΔΟ»
Ακόμη και σ’ εποχές άθλιες και άνυδρες, όπως η δική μας, το λουλούδι της ομορφιάς πάντα θα βρίσκει έδαφος ν’ ανθίζει. Η ελπιδοφόρα τούτη σκέψη πέρασε από το νου μου καθώς έβλεπα και διάβαζα το αγλαές βιβλίο «Η φοβερή πατρίδα μου», το οποίο περιέχει ένα ποίημα του διακεκριμένου ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου και τρεις έγχρωμες ξυλογραφίες του επίσης διακεκριμένου χαράκτη, αλλά και εκδότη του περιοδικού «Νέο Επίπεδο» Γιάννη Στεφανάκι.
«Η φοβερή πατρίδα μου» είναι ένα αφηγηματικό ποίημα 107 στίχων, με οδυνηρό περιεχόμενο. Ο ποιητής μιλάει για το θάνατο της μητέρας του, της οποίας οι οικείοι μετέφεραν με τρένο το φέρετρο στην ιδιαίτερη πατρίδα τους Μεσσήνη Μεσσηνίας, για να ταφεί.
Το συγκλονιστικό αυτό ταξίδι -ταξίδι καθόδου στην ιδιαίτερη πατρίδα, που μεταμορφώνεται σε κάτω κόσμο – γίνεται αφορμή για να ξυπνήσουν – και πότε άραγε κοιμήθηκαν; – διάφορες φοβερές μνήμες στην ψυχή του ποιητή από τα παιδικά του χρόνια. Ο ποιητής, αν και παραδομένος στην απόλυτη ερημιά του πένθους, θα προσπαθήσει – και θα το καταφέρει – να ξαναγεννηθεί, να υπάρξει στον τόπο της ωριμότητας πια.
Στο ποίημα ο αφηγηματικός λόγος του Μαρκόπουλου δεν έχει την ευθύγραμμη ροϊκότητα άλλων παρόμοιων ποιημάτων του. Η αφήγηση έχει μια αιχμηρότητα και ρυθμική δυστοπία, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα αδεξιότητας, αλλά επιβάλλεται από το θέμα και κυρίως από το ψυχικό πλαίσιο του ποιήματος.
Πιστεύω ότι «Η φοβερή πατρίδα μου» εγκαινιάζει μια νέα περίοδο στο έργο του Μαρκόπουλου, που πιθανόν να χαρακτηριστεί από τους κριτικούς ως περίοδος της ωριμότητας. Δυστυχώς η οικονομία του χώρου δεν μου επιτρέπει να παραθέσω τα σχετικά παραδείγματα, γι’ αυτό περιορίζομαι μονάχα σ’ ένα, που αποτελεί και τη δραματική κορύφωση του ποιήματος:
Το κοιμητήριο ήσυχο όταν εφτάσαμε μετά, / της φοβερής πατρίδας μου ,/ και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι / στις φωτογραφίες τους απάνω στους σταυρούς τους,/ σε νεόκτιστες ανάμεσα βεράντες και ορτανσίες,/ καθισμένοι, έτσι. / Φυσούσε θάνατος ο ήλιος στη μάντρα του σπιτιού όταν τ’ ανοίξαμε/κι ένα κομμάτι από σώμα ερπετού/μυρμήγκια το τραβούσαν στη φωλιά τους. / Σταθήκαμε για μια στιγμή μετά/ (Όλοι μαζί και πάλι) / και ο καθένας μόνος στην τέλεια ετούτη του ερημιά.
Οι ξυλογραφίες του Στέφανακι δεν αναπαριστούν τις έξοχα πένθιμες εικόνες του ποιήματος, αλλά τις ερμηνεύουν με την αυτοδύναμη και ασύλληπτης ομορφιάς, όταν ο καλλιτέχνης ξέρει μιλάει τη γλώσσα της ξυλογραφίας. Η πρώτη ξυλογραφία είναι μια ερμηνεία του άνυδρου και ερημικού τοπίου της φοβερής πατρίδας. Η δεύτερη εικονίζει μια μαύρη ανθρώπινη φιγούρα να στέκεται στο όριο του κάδρου ενώ στο φόντο ξεδιπλώνεται ένα τοπίο αποκάλυψης. Η τρίτη εικονίζει τρία τρομαγμένα πρόσωπα καθώς παρακολουθούν το τρένο του θανάτου να διασχίζει το τοπίο της φοβερής πατρίδας. Οι ξυλογραφίες, που είναι έγχρωμες, έχουν χαραχτεί η κάθε μια σε περισσότερα από ένα ξύλα. Τεχνοτροπικά εντάσσονται στις σύγχρονες αναζητήσεις όπου γίνεται προσπάθεια συνομιλίας διαφορετικών αισθητικών και μορφοπλαστικών δυνατοτήτων. Το συγκεκριμένο διαλύεται στο αφηρημένο. Ο εξπρεσιονισμός συνομιλεί με το λυρισμό. Η αναπαραστατικότητα σχηματοποιείται και αποδομείται.
Η τάση αυτή, που εκπροσωπείται από αρκετούς σύγχρονους χαράκτες μας (Γουρζής, Σαρελάκου, Σιαμκούρη κ.ά.), πιστεύω ότι στον Στεφανάκι βρίσκει μια ολοκληρωμένη έκφραση άξια ευρύτερης αναγνώρισης.
Νίκος Χουρδάκης.
« H Αυγή» 1995