H τελευταία δουλειά του Γιάννη Στεφανάκι νομίζω ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική του. Βέβαια ό,τι κάνει ένας καλλιτέχνης είναι δικό του, τον αντιπροσωπεύει, αλλά μερικές δουλειές, για διάφορους λόγους, δείχνουν εναργέστερα τη φυσιογνωμία του καλλιτέχνη, τον κόσμο του, τις ιδιαίτερες δεξιότητες και ευαισθησίες του.
Σε αυτή τη δουλειά του λοιπόν ο Γ.Σ. ξανακοιτάζει το χρόνο και τα καλλιτεχνικά του μέσα, προσπαθεί να πει την πιο ειλικρινή του αφήγηση.
Ο χρόνος όπου βουτάει είναι ο πιο προσωπικός χρόνος, ο βιωμένος, αλλά ταυτόχρονα είναι ένας χρόνος όπου ο κάθε θεατής θα αναγνωρίσει ένα κομμάτι του εαυτού του. Είναι ο χρόνος της παιδικής ηλικίας, και μάλιστα της σχολικής ζωής. Ο ίδιος ο Γ.Σ. υποστηρίζει ότι δεν είναι απλώς μια αναδρομή, αλλά μια επαναπροσέγγιση: θέλει να φέρει το τότε στο σήμερα, για να δει τι απ’ όλη την ελευθεριότητα και το παιχνίδι της γενιάς του, έχει απομείνει σήμερα. Ελάχιστα έχουν απομείνει, μάλλον τίποτε. Έτσι γίνεται σε κάθε γενιά. ο χρόνος είναι κυρίως χαμένος. Αυτό που απομένει, σαν διακύβευμα, είναι να μετουσιωθεί ο χαμένος χρόνος σε κερδισμένο έργο…
Αυτό κάνει ο Στεφανάκις. Για να το πετύχει, δεν αρκεί να ανακαλέσει, να θυμηθεί, να ανασυνθέσει. Πρέπει να χτίσει, να φτιάξει ένα απείκασμα τέτοιου χρόνου μέσα στο σήμερα. Μαζεύει λοιπόν τα εργαλεία του, τα μέσα του. Είναι πολλά. Ο Γ.Σ. είναι πολυπράγμων και τεχνίτης. Μαζεύει καταρχάς μια πρώτη ύλη, με συναισθηματική και υλική αξία: παλιά θρανία. Τα πρώτα έργα είναι οι ίδιες οι σανίδες των θρανίων… Η ύλη μιλάει μόνη της, φέρει πάνω της τις πληγές και τα χάδια των μαθητών, του χαμένου χρόνου. Ένα objet trouvé… απλό.
Δεν αρκεί. Παίρνει τη σανίδα και την κάνει μήτρα χαρακτικής. Τυπώνει σε χαρτί την ξυλογραφία του θρανίου. Και να, στο φίνο γιαπωνέζικο χαρτί αποτυπώνεται η ματιέρα του χρόνου, χαρακιές και νερά, κύματα και ψίθυροι… Η πιο λιτή, ίσως η πιο πλήρης έκφραση αυτής της δουλειάς.
Προχωράει. Το αντικείμενο θρανιοσανίδα δεν πρέπει να μείνει ωμό: ζωγραφίζεται, σκαλίζεται, παίρνει μέσα του ενθέματα, αποκτά επιμέρους αφηγήματα, γίνεται ένα ζωγραφικό αφήγημα.
Φεύγει από το θρανίο. Κρατά μόνο μια ανάμνηση σχήματος, ή ούτε καν αυτό, μοναχά την αύρα του χώρου και του χρόνου. Ζωγραφίζει σε ξύλο συνήθως ή μουσαμά. Οι αφηγήσεις γίνονται όλο και πιο σύνθετες. Ο Στεφανάκις μιμείται την παιδική-σχολική γραφή, τα σκαλίσματα, τα γκράφιτι, την εικονογραφία της σχολικής ζωής στα χρόνια του ’50 και του ’60, αναπαράγει ένα σύμπαν εικόνων που συνήθως χρησιμοποιείται για την παραγωγή γραφικότητας. Μα ο Στεφανάκις δε νοσταλγεί απλώς. Δεν εικονογραφεί νοσταλγικά το εξωραϊσμένο παρελθόν. Πρωτίστως αλγεί, πονά, με την απώλεια του τέτοιου χρόνου. Πονά για την απώλεια της ελευθερίας, του παιχνιδιού. Γι’ αυτό ειρωνεύεται την ευταξία, την ηθικολογία, τις παραινέσεις. Το ματωμένο γόνατο είναι η απάντηση στην τάξη· το γκράφιτι είναι η απάντηση στην καθαριότητα.
Και ζωγραφίζει. Η ζωγραφική είναι η απάντησή του στο χρόνο, στην απώλεια, στη μεταμόρφωση. Πώς ζωγραφίζει; Αναπαρασταίνει. Η ζωγραφική του είναι αναπαραστατική αισθήσεων. Είναι εύληπτη, ευανάγνωστη, μα είναι και πυκνή και πολύσημη. Και είναι κυρίως φτιαγμένη με μεγάλη φροντίδα, με εξάντληση κάθε τεχνικού μέσου, με τον τρόπο των Παλαιών Δασκάλων, για να πετύχει χρωματικά υπόβαθρα, οπτικές ψευδαισθήσεις, αφηγηματικές ανατροπές. Σύμφωνα με το δικό μου μάτι, όσο πιο αφαιρετικός και ζωγραφικός είναι, τόσο πιο καίριος. Όσο πιο στοιχειώδης, τόσο πιο πλούσιος. Αλλά η δεσπόζουσα σε αυτή τη δουλειά του Στεφανάκι είναι η ζωγραφική με τον τρόπο των Παλαιών Δασκάλων, για να ειπωθεί το διαρκώς επανερχόμενο, το πάντα παρόν: ο χρόνος ο χαμένος, ο μηδέποτε ξανακερδισμένος.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΞΥΔΑΚΗΣ
29.11.2003
Κείμενο από την ειδική έκδοση του περ. Νέο επίπεδο με αφορμή την έκθεση Τεχνοπαίγνιον στην γκαλερί «3» τον Ιανουάριο του 2003